Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Ο παλμός της συμφιλίωσης

   - Είσαι σίγουρος γι' αυτό που λες; ρώτησα για πολλοστή φορά τον φίλο μου, θέλοντας να επιβεβαιώσω και πάλι αυτό που σκεφτόμουν ή μάλλον υποψιαζόμουν εδώ και πολύ καιρό.
    Εγώ, ένας διανοούμενος, γνήσιο προϊόν του πολιτισμού του 20ού αιώνα, τι στο καλό γυρεύω εδώ;
    Ήταν μία σκέψη που έκανα συχνά τώρα τελευταία.
    Πολιτισμένος του 20ού αιώνα ναι, αλλά με ρίζες και καταγωγή από αυτό εδώ το χωριό - αν μπορώ να ονομάσω χωριό καμιά δεκαριά καλύβες ριχμένες ανάκατα στην ρίζα αυτών των λόφων - χαμένο μέσα στην τροπική βλάστηση.
    Για μια ακόμη φορά έριξα μια ματιά στο χωριό μου. Πνιγμένο στις μπανανιές, για να βρεις τις καλύβες έπρεπε να ξέρεις πού να κοιτάξεις.
Αλλιώς δεν θα έβλεπες τίποτα.
    - Βιάσου, το συμβούλιο σε περιμένει, να μην καθυστερούμε, μου αποκρίθηκε ο φίλος μου.
    - Άντε, κάνε γρήγορα.

    Βρέθηκα γρήγορα κοντά σε γνωστά πρόσωπα. Ο αρχηγός ήταν φίλος του πατέρα μου, και η μητέρα μου που ήταν εντάξει παρά τα 90 χρόνια της, ήταν δίπλα του.
    Η φωνή της αντήχησε αφύσικα δυνατά στα αυτιά μου.
    - Δεν σε φέραμε εδώ για διασκέδαση. Ήρθες γιατί το χωριό χρειάζεται την βοήθεια σου. Ακόμα και την δικιά σου βοήθεια. Το τελευταίο το τόνισε με έμφαση υπεραρκετή για να ακουστεί από όλους τριγύρω.
    - Ακούω, ήταν η απάντηση μου. Έριξα μια ματιά γεμάτη περιέργεια.
Από όλους αυτούς που βρισκόταν εδώ, ήμουν ο μόνος που είχα φύγει κάποτε σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 χιλιομέτρων από το χωριό όταν ήμουν 15 χρονών. Και δεν ξαναγύρισα ποτέ πίσω.
    - Τώρα γιατί ήρθα;
 
- Μην παίρνεις τα πράγματα προσωπικά, μου μίλησε σιγανά ο Ζίμπο, ένας καλός παιδικός φίλος. Όντως χρειαζόμαστε όλο το χωριό, όλο τον κόσμο που μπορούμε να μαζέψουμε, γιατί αυτή η περίσταση το απαιτεί. Το ξέρεις καλά αυτό, αλλιώς κανένας δεν θα έκανε τον κόπο να σε ψάξει στην άλλη άκρη του κόσμου. Τα πράγματα είναι σοβαρά τώρα. Περίμενε και θα δεις.
   
  - Ο παλμός της συμφιλίωσης θα χτυπήσει σύντομα. Στο κάλεσμα του πρέπει να είμαστε όλοι παρόντες, ζωντανοί και νεκροί. Εσύ είσαι ο μόνος που έλειπες.
    - Γι' αυτό σε καλέσαμε και σε φέραμε πίσω, γιατί χωρίς εσένα - τον τελευταίο -  δεν θα έκλεινε ο κύκλος.Τώρα όμως τα πράγματα είναι όπως πρέπει και μπορούμε να αρχίσουμε τις προετοιμασίες γιατί δεν έχουμε πολύ καιρό.

    - Ο παλμός της συμφιλίωσης; η ερώτηση ήρθε αυθόρμητα στα χείλη μου.
    - Ναι, το ξέρεις. Σου μιλήσαμε πολλές φορές για αυτό όταν ήσουν μικρός, αλλά ποτέ δεν έδωσες την σημασία που έπρεπε και πάντα έλεγες πως αυτά είναι κουταμάρες. Ελπίζω να έχεις αλλάξει γνώμη τώρα. Για το καλό όλων μας.
    - Ρωτήσαμε για σένα. Μάθαμε πως παίζεις με τα σωστά πράγματα αλλά όχι με τον σωστό τρόπο. Έτσι ήσουν πάντα και βέβαια δεν περίμενα να αλλάξεις.
    - Αυτό τώρα ίσως μας φανεί χρήσιμο. Ίσως για μια φορά στην ζωή σου, θα έχεις την ευκαιρία να μας αποδείξεις πως το να φύγεις από εδώ ήταν η καλύτερη επιλογή για σένα και για το χωριό, συμπλήρωσε η μητέρα μου.

    Σίγουρα, σκέφτηκα μέσα μου. Πάνε ήδη 50 χρόνια που έφυγα, σε λίγο τα πνεύματα θα με καλέσουν κοντά τους, και αυτοί μου τσαμπουνάνε ακόμα για τον παλμό της συμφιλίωσης.
    Η μοίρα, και μόνο αυτή, τα έφερε έτσι. Έφυγα από εδώ ένας άγριος, άξεστος νεαρός με μία και μόνο επιθυμία: να γνωρίσω τον κόσμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Εάν αυτό σήμαινε πως δεν θα ξαναγυρνούσα εδώ, τότε θα πλήρωνα πρόθυμα το τίμημα.
    Η επιθυμία μου ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.

    Η τύχη;  ίσως τό 'φερε και βρέθηκα υπό την προστασία ενός εξερευνητή. Αυτός διέκρινε κάτι μέσα μου. Κάτι από μία δύναμη ή μία επιθυμία που με ωθούσε να φύγω μακριά από την βάση μου - το χωριό μου.
    Χωρίς δισταγμό με πήρε μαζί του, με υιοθέτησε θα ήταν η καλύτερη λέξη. Αυτός ο άγριος, απολίτιστος νεαρός, αποδείχτηκε ένα σφουγγάρι χωρίς όμοιο του στον κόσμο. Ρουφούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μέσα σε μία πενταετία όχι μόνο έμαθε να γράφει και να διαβάζει,αλλά πέρασε με επιτυχία τα τεστ για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου εκπλήσσοντας τους πάντες, εκτός από τον μέντορα του, που απλά χαμογελούσε κάθε φορά που ο νεαρός προστατευόμενος του αποσπούσε το ένα βραβείο μετά το άλλο.

    Η ζωή έκανε τον κύκλο της, ο μέντοράς μου αναχώρησε για τον κόσμο των πνευμάτων εδώ και πολλά χρόνια, και εγώ, μένοντας βαθιά μέσα μου πάντα ένας άγριος και απολίτιστος νεαρός, κράτησα για το εαυτό μου την ασίγαστη επιθυμία μου για γνώση χωρίς όρια.
    Αυτό με οδήγησε τα τελευταία χρόνια να ηγούμαι ενός πρότζεκτ στο CERN, πάνω στον τομέα που πάντα με συνάρπαζε: την κβαντική φυσική και την σχέση της με τον κόσμο. Η φυσική των ποζιτρονίων και οι προεκτάσεις της στον κόσμο μας, ήταν ένα από τα αγαπημένα μου θέματα στις διαλέξεις που έδινα στους φοιτητές μου.
    Περιττό να προσθέσω πως η δίψα μου δεν έσβηνε εύκολα με όλα αυτά που είχα ήδη μάθει. Παρακινημένος από την επιθυμία μου για ακόμα βαθύτερη κατανόηση του κόσμου, ασχολήθηκα και με τις μεταφυσικές προεκτάσεις όλων αυτών. Περπάτησα και άλλες ατραπούς γνώσεων, αλλά αυτό προτιμούσα να το κρατώ αποκλειστικά για τον εαυτό μου. Δεν ήταν κάτι που η επιστημονική κοινότητα στην οποία ανήκα θα δεχόταν εύκολα -τουλάχιστον προς το παρόν - οπότε προτίμησα να μην μιλήσω σε κανέναν. Ήταν κάτι δικό μου και έτσι θα έμενε για πάντα.

    - Ο καιρός έφθασε. Η παράδοση απαιτεί σε αυτόν τον κοσμικό κύκλο να είναι το χωριό μας που θα κάνει το πρώτο κάλεσμα του παλμού,που θα εξαπλωθεί έπειτα σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούμε να κάμουμε πίσω.
    - Η δύναμη είναι εδώ και πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τον σωστό τρόπο. Εμείς θα κάνουμε αυτό που πρέπει για το χωριό μας, και εσύ θα κάνεις αυτό που πρέπει για τον υπόλοιπο κόσμο. Γι' αυτό είσαι εδώ.
    - Πρέπει να ήμαστε όλοι μαζί όταν θα γίνει. Θα γίνει μόνο μία φορά και πρέπει να γίνει σωστά. Και θα γίνει.

    Ομολογώ πως η περιέργεια μου αυξήθηκε. Ο τρόπος που ο αρχηγός του χωριού μιλούσε, σε συνδυασμό με έναν φαινομενικά μπερδεμένο συνδυασμό γεγονότων που τελικά με οδήγησαν εδώ, δεν μπορούσε να δουλέψει διαφορετικά. Τώρα ήμουν εδώ. Άρα δεν θα έχανα τίποτα να δοκιμάσω και αυτόν τον παράγοντα, αυτήν την λογική. Άλλωστε, δεν είχα και ιδιαίτερο πρόβλημα για να συντονιστώ μαζί τους.Γιατί όχι; Έτσι δεν ήταν πάντα;

    Το απόγευμα μας βρήκε συγκεντρωμένους στην πλατεία. Μπήκα εύκολα στο περιβάλλον, ίσως πιο εύκολα από ότι περίμενα.
    Το πρώτο πράγμα που μου ζητήθηκε, να βγάλω τα ρούχα μου. Ντυμένος σαν Ευρωπαίος δεν κολλούσα εδώ με τίποτα. Έτσι αυτή ήταν η πρώτη κίνηση.
    Με το που έγινε αυτό, δεν υπήρχε τίποτα πλέον εξωτερικά που να με ξεχώριζε από τους υπόλοιπους. Ήμουν πάλι πίσω και αυτό δεν εξέπληττε κανέναν, ούτε εμένα τον ίδιο. Αυτό και μόνο, θα έπρεπε να με βάλει σε υποψίες, πράγμα όμως που δεν έγινε εκείνη την στιγμή,αλλά λίγο αργότερα.
     Πέρασα την πρώτη νύχτα ακολουθώντας το τυπικό του πρώτου εξαγνισμού, που ζητούσε αποχή από το φαγητό. Απαιτούσε επίσης το κάπνισμα μίας πίπας που περιείχε διάφορα συστατικά. Δεν με πείραξε καθόλου. Οι ρίζες μου ήταν εδώ, και, αν και είχα 50 χρόνια να γυρίσω, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρισκόταν τριγύρω μου. Το ίδιο συνέβαινε και μ' αυτούς για μένα, αν και με κάποιους ενδοιασμούς στην αρχή για το αν ήμουν ακόμα ικανός.
    Γρήγορα όμως ξεπεράστηκαν και από τις δύο πλευρές.

    Την τρίτη νύχτα βρισκόμασταν ακόμα στην πλατεία όταν άρχισε να βρέχει. Ήταν αυτή η βροχή του Ισημερινού, που απλά άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού και έριχνε νερό. Έτσι απλά.

    Ο Ζίμπο, που ήταν και ο μάγος της φυλής, το πήρε σαν καλό οιωνό. Συνήθως είναι την ημέρα που βρέχει, αλλά αυτή την φορά έγινε ανάποδα.

    Το πρώτο κάλεσμα το ένοιωσα ξημερώματα της πέμπτης ημέρας.
    Ήταν κάτι που ερχόταν από μέσα μου, αχνό στην αρχή και μετά πιο καθαρό, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν ήταν μόνο από μένα. Ερχόταν από όλους που βρισκόταν γύρω μου και κάποια στιγμή άρχισε να έρχεται και από έξω. Από την φύση.
    Ένα απαλό βουητό που μια μεγάλωνε και μια μίκραινε περιοδικά.
    Κοίταξα τον Ζίμπο. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα χαμόγελο σαν να έλεγε, βλέπεις;

    - Τι να δω, αναρωτήθηκα, εδώ κάτι τρέχει, αλλά προς το παρόν αισθάνομαι σαν να μου διαφεύγει κάτι, σαν να μου λείπει κάτι.

    Την έβδομη ημέρα ο αρχηγός έδωσε την εντολή και η τελετή σταμάτησε απότομα.
    - Αρκετά. Φτάνει για την ώρα.
    Κοίταξα γύρω μου αποσβολωμένος.
    - Φτάνει για την ώρα; τι σημαίνει αυτό; πως θα έχουμε και συνέχεια;

    Οι άντρες της φυλής ανασηκώθηκαν από τις θέσεις τους και άρχισαν να ασχολούνται με τις καθημερινές δουλειές σαν να μην συνέβη τίποτα.
    Ο Ζίμπο με φώναξε κοντά του θέλοντας να μου μιλήσει.

    - Κοίταξε, ουσιαστικά εδώ βρισκόμαστε μόνο τρεις. Εγώ, εσύ, και ο αρχηγός, μου είπε με διφορούμενο ύφος. Το βλέμμα του με προκαλούσε να τον ρωτήσω.
    - Ζίμπο, ξέρεις καλά πως δεν έχω αλλάξει. Μπορεί να έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά η καρδιά ήταν, είναι, και θα είναι εδώ για πάντα. Αυτό είναι κάτι που δεν ξεγίνεται. Άλλα έχουν ξεγίνει, μα αυτό δεν μπορεί.
    - Γι' αυτό σε κάλεσα εδώ. Ήταν δική μου ιδέα όλο αυτό το πράγμα, και εγώ, σαν μάγος της φυλής, επέμενα πως ήταν ο καλύτερος τρόπος.
    - Ο πιο δύσκολος, αλλά και ο καλύτερος. Θα δεις. Είμαστε ακόμα στην αρχή, δεν τελειώσαμε. Στην ουσία ούτε καν αρχίσαμε καλά-καλά. Θα χρειαστείς όλες σου τις δυνάμεις εδώ. Όχι μόνο τις σωματικές, αλλά και τις άλλες, που γνωρίζω πολύ καλά πως κατέχεις, συμπλήρωσε.

    Δεν ήταν απαραίτητο να τον ρωτήσω τί εννοούσε. Λες και ήταν χθες, γνώριζα πολύ καλά πως, αν και είχα φύγει πριν καιρό, ήμουν πάντα εδώ. Μερικά πράγματα όντως δεν ξεγίνονται.

    Άλλες δύο εβδομάδες πέρασαν. Η ζωή πήρε τον συνηθισμένο της ρυθμό και εγώ δεν έχασα την ευκαιρία να ανανεώσω τις παλιές μου φιλίες και αγάπες, όσες φυσικά από αυτές ζούσαν ακόμα.

    Η πίεση μεγάλωσε. Αισθάνθηκα κάτι να πιέζει το στήθος μου με τόση δύναμη που με το ζόρι μπορούσα να ανασάνω.
    Ξαφνικά, όπως άρχισε, τελείωσε.
    Βρέθηκα σε έναν λόφο απέναντι από το χωριό. Το φως ίσα που έφτανε για να διακρίνω τριγύρω μου αλλά ήταν αρκετό. Δεν ήμουν μόνος. Παράξενες υπάρξεις με περιτριγύριζαν αφήνοντας με με μια απροσδιόριστη αίσθηση. Ο παλμός ξανάκανε την εμφάνισή του, αυτή την φορά πιο δυνατός από πριν. Η αίσθηση ήταν ανακουφιστική. Σαν να έβγαζα κάτι από πάνω μου, σαν να πετούσα από πάνω μου τα ρούχα μου, προσπαθώντας να μείνω όσο το δυνατόν πιο ελαφρύς, χωρίς βάρος. Δεν ήξερα τι έκανα, απλά ακολουθούσα την καρδιά μου.
    Το σκοτάδι πύκνωσε γρήγορα.
    Το πέρασμα από την ζώνη του λυκόφωτος στο απόλυτο σκοτάδι ήταν γρήγορο, αλλά δεν κράτησε πολύ. Την θέση του πήρε ένα χρώμα, το κόκκινο.
    Βαθύ, αναζωογονητικό, με έλουσε απαλά. Δεν φοβόμουν, αυτό ήταν σίγουρο. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου να πάλλεται ομοιόμορφα με τις υπάρξεις που βρισκόταν κοντά μου. Μου άρεσε πολύ αυτό. Κάτι με καλούσε κοντά του και ο πειρασμός να το ακολουθήσω ήταν ακαταμάχητος.

    Γκουπ, γκουπ, γκουπ. Το χτύπημα ήταν έντονο και με αποπροσανατόλισε.
    - Ξύπνα, άκουσα την φωνή του Ζίμπο, δεν είναι ακόμα η ώρα, δεν ήρθε ακόμα.

    Πετάχτηκα πάνω ξαφνιασμένος, για να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα, στην καλύβα του αρχηγού. Γύρω μου, γνωστά πρόσωπα με κοίταζαν με αγωνία.

    Κοίταξα γύρω μου χαμένος, με απορία. Κάποιο χέρι απλώθηκε και μου πρόσφερε μία κούπα με κάτι υγρό. Το ήπια μονορούφι χωρίς να ρωτήσω τι ήταν, χωρίς καν να σκεφτώ τι έκανα πριν.

    - Πλησιάζει, σε λίγο, ξανάκουσα την φωνή του Ζίμπο. Η μητέρα μου, μια γυναίκα με σκαμμένα χέρια από την ζωή, μου χάιδεψε το κεφάλι.
    - Το ήξερα, μουρμούρισε, δεν θα μπορούσα να κάνω λάθος για σένα.

    Αργότερα το ίδιο απόγευμα, με κάλεσαν. Ένας μικρός ήρθε τρέχοντας, για να μου ανακοινώσει πως ο αρχηγός μαζί με τον μάγο με περίμεναν στην σκηνή του αρχηγού.

    - Έλα, κάθισε. Χαίρομαι που σε βλέπω και πάλι κοντά μας γερό και δυνατό. Πραγματικά, χαίρομαι πολύ που είσαι και πάλι μαζί μας.
    Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του και τα μάτια του πήραν και πάλι ζωή.
    - Κι εγώ επίσης, αλλά χρειάζομαι κάποιες εξηγήσεις γι αυτό που έγινε χθες, του απάντησα.
    - Δεν χρειάζεσαι τίποτα, μου απάντησε με έμφαση,αν θέλεις να μάθεις κάτι ρώτα εδώ, μου απάντησε, και χτύπησε το στήθος του στο μέρος της καρδιάς απαλά.
    Τον λόγο πήρε ο μάγος.
    - Η ώρα πλησιάζει. Τα άστρα σύντομα θα βρεθούν στην σωστή τους θέση έπειτα από πολύ καιρό, και εμείς ήμαστε έτοιμοι, το ίδιο κι εσύ. Δεν μπορώ να σου πω πολλά πράγματα προς το παρόν. Αν επιζήσουμε μετά από αυτό, θα έχουμε πολλά να πούμε. Οι ετοιμασίες έχουν φθάσει στο τέλος τους. Θα πάμε γρήγορα τώρα, μα θα ακολουθήσεις εύκολα κι εσύ. Δεν έχεις πρόβλημα σ' αυτό.

    Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου και τα πάντα έσβησαν γύρω μου.

    Το ηλιοβασίλεμα μας βρήκε να είμαστε όλοι καθισμένοι σε κύκλο. Στην μέση του κύκλου, οι σωροί των νεκρών, τακτοποιημένοι όμορφα και στην σειρά. Ο παλαιότερος νεκρός βαλμένος στην μέση και τριγύρω, σε σπείρα, οι υπόλοιποι, από τον παλαιότερο προς τον νεώτερο στο τέλος. Ακολουθούσαν οι ζωντανοί, από τον πιο γέρο στην αρχή, έως τον νεώτερο στο τέλος. Εγώ, βρισκόμουν κάπου στην μέση αυτής της γραμμής αρκετά κοντά στον αρχηγό.
    Ο μάγος ήταν έξω από τον κύκλο. Υπήρχε ένα κενό τριών γραμμών και ακολουθούσαν οι γυναίκες ανακατωμένα αυτή την φορά.
   
    Χωρίς να πει τίποτα, ο μάγος έκανε τον κύκλο και μας κοίταξε όλους έναν έναν με την σειρά. Έπειτα άρχισε να μιλάει. Οι νεκροί είχαν την τιμητική τους. Σε καθέναν από αυτούς, ο μάγος σταματούσε και έκανε μία ανασκόπηση της ζωής του. Ποιος ήταν, πότε πέρασε την δοκιμασία του ανδρισμού, τις πράξεις ανδρείας προς το χωριό και τους κατοίκους του, τις γυναίκες που αγάπησε και τα παιδιά που άφησε πίσω του φεύγοντας.
    Ήταν μια μακρυά διαδικασία, αλλά εδώ, δεν μετρούσε πλέον ο χρόνος όπως τον γνωρίζουμε. Υπήρχε χρόνος για όλους αυτούς, που κάποτε αποτελούσαν τα μέλη της μικρής κοινωνίας.
    Το κάλεσμα έπρεπε να γίνει. Αυτό το καταλάβαινα πολύ καλά. Κάποτε στο μέλλον, και εγώ θα απαντούσα ίσως στο ίδιο κάλεσμα με τον ίδιο τρόπο.
    Το κάλεσμα των νεκρών τελείωσε και έπειτα συνεχίστηκε με τους ζωντανούς με τον ίδιο τρόπο. Η κάθε γενιά που αποτελούσε μέρος της μικρής κοινωνίας καλέστηκε τελετουργικά. Αναφέρθηκαν όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν.
    Άκουσα τα πάντα για την ζωή του καθενός όπως και για την δική μου. Σαν να μην έλειψα ποτέ, η ζωή μου ειπώθηκε και αναλύθηκε ολόκληρη. Πότε γεννήθηκα, πότε πέρασα την δοκιμασία, τι έκανα στο χωριό, τι έκανα μετά που έφυγα από το χωριό.
    Χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, άκουσα τον μάγο να εξιστορεί τα γεγονότα της ζωής μου όπως ακριβώς την έζησα, όπως σε ένα βιβλίο. Τα καλά και τα κακά, τα άσχημα και τα όμορφα, οι χαρές και οι λύπες ήταν όλες εδώ. Δεν έφυγα ποτέ από εδώ. Ήμουν πάντα παρών στο χωριό. Όλοι το γνώριζαν αυτό.

    Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα καλέστηκαν. Τα πνεύματα του χωριού καλέστηκαν. Οι φίλοι και οι εχθροί, ζωντανοί και νεκροί, καλέστηκαν. Τα πνεύματα του δάσους καλέστηκαν. Το πνεύμα του ανθρώπου, το πνεύμα του ζώου, το πνεύμα του φυτού,το πνεύμα του εντόμου,του ποταμού, της λίμνης, του αέρα, του νερού. Η ίδια η φύση καλέστηκε στο σύνολο της σαν τελική πράξη συμφιλίωσης από όλους.
    Όλοι έπρεπε να είναι παρών εδώ σήμερα. Όλοι και όλα έπρεπε να αποδεχτούν το κάλεσμα και να βοηθήσουν. Έτσι έπρεπε να γίνει. Έτσι ήταν το σωστό.
   
    Ξημέρωσε.
    Κανείς δεν κινήθηκε.
    Τίποτα δεν μετακινήθηκε από την θέση του.
    Ησυχία απόλυτη επικρατούσε παντού.

    Ο μάγος τελείωσε το κάλεσμά του. Εστίασε το βλέμμα του στο κέντρο του σωρού των νεκρών και έμεινε ήρεμος χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
    Είχε κάνει αυτό που έπρεπε και τώρα πλέον αποσυρόταν. Άλλες δυνάμεις που είχαν αποδεχτεί το κάλεσμα ήταν πλέον εδώ, μαζί μας. Αυτές θα συνέχιζαν.

    Ξημέρωσε.
    Κανείς δεν κινήθηκε.
    Ούτε το φως.

    Ο μάγος κατέβασε τα χέρια του, και έκανε τρεις φορές τον κύκλο αμίλητος και σοβαρός. Έπειτα, τα σταύρωσε στο στήθος του και κάθισε μαζί μας δίπλα στους άλλους.

    Το λυκόφως απλώθηκε απαλά ανάμεσά μας. Ήρθε από έξω και μας περιτριγύρισε όλους, καλύπτοντας τα σώματα μας και τα πρόσωπα.

    Μία ομίχλη μας κάλυψε. Όχι ακριβώς.

    Ο γηραιότερος, κοίταξε προς το μέρος των νεκρών. Έπειτα, έδειξε την σωρό του πρώτου και αρχαιότερου νεκρού που άρχισε να αχνοφέγγει. Το κρανίο του άρχισε να πάλλεται με ένα απόκοσμο φως και οι κόγχες των ματιών του, άδειες μέχρι εκείνη την στιγμή, άρχισαν να γεμίζουν από ενέργεια. Τα μάτια του, που φάνταζαν άδεια μέσα στο κενό κρανίο του, άρχισαν να δείχνουν σημάδια ζωής. Μιας ζωής που είχε φύγει από μέσα τους πριν από αμέτρητες εποχές και που τώρα ξαναγύριζε, καλεσμένη από δυνάμεις ανώτερες. Ήταν ο τρόπος του, να δείξει ότι είναι εδώ κι αυτός παρών όπως  όλοι οι άλλοι.
    Σαν να περίμεναν μέχρι τότε, τα κρανία ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Μετά την πρώτη σωρό, οι υπόλοιπες σωροί άρχισαν κι αυτές να πάλλονται ρυθμικά.
   
    Σύντομα ένοιωσα μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Ξεκίνησε από κάτι απροσδιόριστο, που πήρε όμως γρήγορα μορφή.
    Το φως δεν δυνάμωσε, αλλά ούτε χαμήλωσε. Μείναμε όλοι περιτριγυρισμένοι από μία ομίχλη που φαινόταν να στέκεται ακίνητη.
   
    Ένοιωσα την παρουσία δυνάμεων. Η είσοδος στο όνειρο έγινε τόσο ήρεμα, που δεν κατάλαβα τίποτα. Την μια στιγμή ήμουν εκεί,και την άλλη όχι.

    Βρέθηκα απέναντι από το χωριό. Οι λόφοι που ήταν τριγύρω πήραν μία σκούρα απόχρωση και μετά μαύρισαν, πριν χαθούν εντελώς από το οπτικό μου πεδίο.
    Σαν να ήμουν ένας απλός θεατής, είδα τα χρώματα να αλλάζουν και ο κόσμος μου, αυτός που μέσα του ζούσα και λειτουργούσα, να συρρικνώνεται. Υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα, πολλή ένταση.
    Ένοιωσα να περιβάλλομαι από κενό. Δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω μου, κάποιο σημείο αναφοράς. Ήμουν μόνος μου, κάπου, χωρίς να γνωρίζω το πού βρισκόμουν, αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ. Μου ήταν αρκετό που απλά υπήρχα.
    Έκλεισα τα μάτια μου, τα ξανάνοιξα, για να διαπιστώσω πως δεν υπήρχε καμία διαφορά σ' αυτό που είχα μπροστά μου.

    Η ουσία της ύπαρξης μου εμφανίστηκε. Η ζωή μου παρέλασε μπρος στα μάτια της ψυχής μου για να την ξαναζήσω για ακόμα μια φορά. Η στιγμή της γέννησης μου, και ό,τι άλλο πέρασα σ' όλη την ζωή μου, επανεμφανίστηκε και πάλι. Μία ατέλειωτη παρέλαση, στην οποία ήμουν απλός θεατής, ξεκίνησε.
    Ή ένταση δυνάμωσε και δεν ήταν πια παρέλαση. Ήμουν εγώ, εκεί, αλλού, παντού. Βρισκόμουν παντού και πουθενά. Μέσα σε όλα και σε τίποτα. Κενός την μια στιγμή, και γεμάτος από ενέργεια την επόμενη.
    Οι αντιθέσεις πολλαπλασιάστηκαν και μαζί τους η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα. Ένοιωσα να συνθλίβομαι από κάτι, από δυνάμεις που βρισκόταν έξω από εμένα, που δεν μπορούσα να τις ελέγξω, αλλά ούτε και να τις κατανοήσω.

    Με έναν στεναγμό ανακούφισης άφησα τον έλεγχο να ξεφύγει από τα χέρια μου και αφέθηκα παθητικά στην μοίρα μου. Έκανα στην άκρη και το άφησα να με καταλάβει ολοκληρωτικά χωρίς να κάνω απολύτως καμία προσπάθεια ελέγχου.
    Ούτως ή  άλλως δεν μπορούσα.

    Η πίεση ήταν αφόρητη. Δυνάμωνε συνέχεια. Απλά υπήρχα, απλά ήμουν εκεί. Ένοιωθα ότι αυτό έφτανε, ήταν αρκετό, δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο πέρα από το να είμαι απλά εκεί.

    Η πίεση έφτασε στο απόγειό της. Μαζεύτηκα και μίκρυνα ως το άπειρο, κι όμως ήμουν εκεί, ήμουν πάντα εκεί και θα ήμουν για πάντα.

    Με μία σιωπηλή έκρηξη, διαλύθηκα. Ένα φωτεινό καλειδοσκόπιο έκανε την εμφάνιση του. Τα χρώματα του ζωηρά και φίνα, άπειρα και ζωηρά, έδειξαν την ζωή μου. Κάθε χρώμα αντιπροσώπευε κάτι δικό μου.
    Κάτι από εμένα, έτσι όπως πραγματικά ήταν και όχι έτσι όπως εγώ τα έβλεπα. Εδώ δεν υπήρχε θέση για το εγώ, αλλά ούτε και για το εμείς. Ακόμα κι αυτό ήταν μια πλευρά του εμείς.

    Είμαστε αδύναμα όντα. Είμαστε απλά κάτι, που εμφανίστηκε από κάπου, για κάποιον λόγο. Πολλές φορές νομίζουμε πως συμβαίνει κάτι με εμάς, και ο εγωισμός μας μας κάνει να παίζουμε τον θεό, δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, απέχουμε πολύ από αυτό. Οι δυνατότητες υπάρχουν, είναι εκεί και μας περιμένουν, αλλά πρέπει να γίνουν πρώτα κάποια άλλα πράγματα. Και αυτά που πρέπει να γίνουν αφορούν εμάς αποκλειστικά. Πρέπει να αλλάξουμε, χρειάζεται και είναι ζωτικό για το είδος μας να αλλάξει οπτική γωνία. Με τον συνδυασμό κατανόησης και πράξης να βγάλει τον εαυτό του από το κέντρο του κόσμου.
    Ποτέ δεν ήταν το κέντρο, άσχετα το τι νόμιζε ή νομίζει.
    Ποτέ.

    Πρέπει να δεχτεί αυτό που είναι χωρίς να κρίνει. Χωρίς να παρεμβάλει οποιοδήποτε φίλτρο ανάμεσα σ' αυτόν και σ' αυτό που απλά είναι.
    Αυτό το απλό γεγονός έχει ανυπολόγιστη σημασία για τον άνθρωπο, και, μιας και τα πάντα είναι αλυσίδα, και τα πάντα είναι αλληλένδετα, η σημασία του επεκτείνεται πέρα από αυτόν και την κατανόηση του. Σ' αυτή την περίπτωση όμως είναι το δικό του μικρό κομματάκι, η δικιά του μικρή συνεισφορά στο οικοδόμημα που λέγεται ζωή, κατανόηση, συνείδηση.

    Αισθάνθηκα να φτάνω στα όρια της ύπαρξης μου. Η έκρηξη που με  κομμάτιασε, αυτή η ίδια έκρηξη ήταν που τώρα λειτούργησε αντίστροφα. Αντί να με κομματιάσει, αντί να με εξαφανίσει και να χαθώ, άρχισα σιγά σιγά να ξαναποκτώ συνείδηση.

    Βρέθηκα πάλι στο χωριό μου, στην θέση μου. Μιά σπίθα ανάμεσα σε σπίθες, μια μικρή φλόγα ανάμεσα σε άλλες μικρές φλόγες.
    Άρχισα να ανυψώνομαι και την ίδια στιγμή και οι άλλες μικρές φλόγες ανυψώθηκαν μαζί μου. Η απόσταση από το έδαφος άρχισε να μεγαλώνει. Μαζί μου, δίπλα μου, έβλεπα άπειρες μικρές φλόγες να ανυψώνονται και αυτές. Η ταχύτητα μεγάλωσε. Βρέθηκα πάνω από το δάσος , έπειτα πάνω από την ήπειρο. Σε μια στιγμή, έβλεπα όλον τον πλανήτη σαν μια μικρή φλόγα κι αυτόν. Πέρα από αυτό, βρέθηκα πέρα από τα όρια αυτού που ο άνθρωπος ονομάζει ηλιακό σύστημα. Και μετά ακόμη παραπέρα.
    Έβλεπα παντού μικρές φλόγες. Εγώ ήμουν μια μικρή φλόγα, το χωριό μου ήταν μια μικρή φλόγα, η ήπειρος ήταν μια μικρή φλόγα,ο πλανήτης ήταν μια μικρή φλόγα, το ηλιακό σύστημα ήταν μια μικρή φλόγα, ο γαλαξίας μου ήταν μια μικρή φλόγα, τα σμήνη γαλαξιών ήταν μια μικρή φλόγα, το ίδιο το σύμπαν μου ήταν μια μικρή φλόγα. Βρισκόμουν παντού και πουθενά. Σε όλα και σε τίποτα.
    Στο μαύρο και στο άσπρο, στην μέρα και στην νύχτα. Καιγόμουν από μια φωτιά που ονομαζόταν συνείδηση, ζωή. Τα πάντα είχαν ζωή, το καθένα με τον δικό του τρόπο, συνεισφέροντας το καθένα με τον δικό του τρόπο στην παγκόσμια συνείδηση. Και κάπου εκεί βρισκόταν και ο άνθρωπος. Κι αυτός, όπως όλες οι άλλες υπάρξεις, έπρεπε να συνεισφέρει το δικό του λιθαράκι στην οικοδομή. Τίποτα παραπάνω, αλλά και τίποτα παρακάτω. Τόσο απλό αλλά και τόσο ασύλληπτα πολύπλοκο, ήταν μόνο η οπτική γωνία που άλλαζε.

    Αυτή η φλόγα μετατράπηκε σε ζεστασιά. Μια ζεστασιά στην καρδιά και μία κατανόηση του ρόλου μας σαν άνθρωποι, σαν μονάδες, αλλά και σαν έμβιο είδος απέναντι στις άλλες μορφές ζωής και ύπαρξης, με τις οποίες μοιραζόμαστε αυτόν τον πλανήτη αλλά και αυτό το σύμπαν.

    Η φλόγα έγινε φωτιά που δυνάμωσε και ενώθηκε μαζί με όλες τις άλλες φωτιές που υπήρχαν παντού γύρω μου. Και αυτή η φωτιά έκαψε και τα τελευταία απομεινάρια από την μορφή μου, ό,τι είχε απομείνει από την ανθρώπινη υπόστασή μου, μετατρέποντας με σε καθαρή συνείδηση και μόνο.

    Το δίλημμα ήταν απλό. Πιο απλό δεν γινόταν. Είχα μόνο δύο επιλογές, και τίποτε άλλο.

    Ή θα κατανοούσα την θέση μου στην αλυσίδα της ζωής και θα φερόμουν ανάλογα ή στην άλλη περίπτωση, αυτό το ρεύμα θα με παρέσυρε μακρυά και πέρα από εδώ που βρισκόμουν αυτή την στιγμή, πράγμα που στην πράξη σήμαινε θα έπαυα να έχω πλέον λόγο ύπαρξης στην όλη ιστορία. Για πάντα.
    Θα μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο;
   
    Ήμουν άνθρωπος, ναι.
    Ήμουν όμως και μέρος της ύπαρξης.

    Ήμουν μέλος της ανθρώπινης ράτσας, ναι.
    Ήμουν όμως και μέλος του πλανήτη.

    Έπινα νερό από την πηγή, ναι.
    Και άλλες υπάρξεις όμως, είχαν κι αυτές το ίδιο δικαίωμα όπως κι εγώ, να πιουν κι αυτές νερό από την ίδια πηγή.

    Κι αυτό έπρεπε να το δεχτώ και να κάνω χώρο και για τους άλλους, γιατί όχι;
   
    Έπρεπε να πάρω μία απόφαση εδώ και τώρα. Όχι αύριο, ούτε σε λίγο, αλλά τώρα.

    Βρέθηκα εγώ, ο μονίμως σκεπτικιστής, ο άπιστος Θωμάς, ο άνθρωπος που μόνιμα αμφισβητούσε τα πάντα, ο άνθρωπος που δεν χαριζόταν σε κανέναν και σε τίποτα, να πρέπει να αποφασίσω. Εγώ. Τώρα. Χωρίς κανένα περιθώριο χρόνου. Βρέθηκα κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο να παλεύω για την σωματική και ψυχική μου επιβίωση.

    Μια σιδερένια τανάλια άδραξε την ψυχή μου. Το είναι μου ταλαντεύτηκε επικίνδυνα κοντά στο χείλος της αβύσσου. Τόλμησα να ρίξω μια ματιά. Τόλμησα να κοιτάξω προς τα κάτω, ίσως λόγω της έμφυτης περιέργειας που πάντα είχα. Η λογική μου, που για αυτήν ήμουν τόσο υπερήφανος τεντώθηκε στα όρια της και έσπασε.
    Αυτό που αντίκρισα δεν είχε να κάνει με την λογική. Ήταν ά-λογο. Δεν μπορούσε να αναλυθεί, να μετρηθεί, να ζυγιστεί, να κοπεί και να μπει σε καλούπι. Δεν μπορούσε να χωρέσει σε κανένα γνωστό πλαίσιο αναφοράς, σε κάτι που θα μπορούσα να κατανοήσω με οποιονδήποτε τρόπο.
    Μπροστά του ήμουν ένα τίποτα, ούτε καν ένας κόκκος σκόνης, τίποτα που να όρθωνε το ανάστημά του για να μπορέσει να αντιπαρατεθεί απέναντι στην γνήσια ισχύ που ανέδιδε από μέσα του.

    Μία απογευματινή αύρα, ένα δροσερό αεράκι φύσηξε στο πρόσωπο μου. Η αύρα απέκτησε ποιότητα. Συνέχισε να έρχεται προς το μέρος μου σταθερά.

    Το δίλημμα ήταν απλό, αλλά και η απάντηση στο δίλημμα ήταν απλή, όπως και η φύση του διλήμματος.

    Τι θα μπορούσα να κάνω;
    Τίποτα. Εκτός...
    Εκτός... Τι;

    Βρισκόμουν εμπρός σε μία ερώτηση, από την οποία έπρεπε να διαλέξω ή το ένα ή το άλλο, αλλά εγώ είχα μόνο μία απάντηση. Και η απάντηση ήταν τόσο, μα τόσο απλή...

    Κάθε φορά που είχα ένα πρόβλημα, κάτι που με απασχολούσε και χρειαζόμουν μία απάντηση πραγματικά σοβαρή για κάποιο πρόβλημα που με αφορούσε, πάντα, μα πάντα, έκανα το ίδιο πράγμα:
    Γυρνούσα και έριχνα μια ματιά μέσα μου και ακολούθως έκανα την κίνησή μου: Ρωτούσα την καρδιά μου, και στην συνέχεια ακολουθούσα τα προστάγματά της.

    Αυτό λοιπόν έκανα και τώρα. Ρώτησα την καρδιά μου. Δεν ήταν μία συνομιλία με λέξεις, αλλά περισσότερο ένα αφούγκρασμα, μία στροφή προς τα εσώτερα βάθη της ψυχής μου, μία προσπάθεια να ακούσω από, αλλά και να έρθω σε επαφή με, την πηγή. Την πηγή του είναι μου, από όπου προέρχομαι σαν οντότητα, εγώ σαν άτομο, αλλά και οι άνθρωποι σαν σύνολο.
    Μία στροφή προς τον ενδότερο εαυτό, εκεί, όπου όλοι οι άνθρωποι, συνειδητά ή όχι, γυρίζουν πάντα και ακούν. Ακούν την σιγανή φωνή που βγαίνει από εκεί, σιγανή αλλά καθαρή, ήρεμη αλλά πάντα στο επίκεντρο της ζωής, για έναν απλό λόγο: αυτή είναι η ζωή.
    Ένοιωσα περισσότερο παρά άκουσα. Αισθάνθηκα παρά σκέφτηκα. Εκεί, η λογική, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν έχει θέση. Σ' αυτό το επίπεδο υπάρχουν άλλες δυνάμεις που αναλαμβάνουν τον έλεγχο. Είναι πάντα εκεί, αλλά ο άνθρωπος δεν καταφέρνει πάντα να έρθει σε επαφή μαζί τους. Κι όμως, η ουσία αλλά και η ίδια του η ύπαρξη πηγάζει από εκεί. Οφείλει λοιπόν να κρατήσει την επαφή με κάθε κόστος.
    Με ανακούφιση άνοιξα τον εαυτό μου, τα εσώτερα βάθη του είναι μου σ' αυτές τις δυνάμεις. Απλά άνοιξα την πόρτα, έμεινα στην άκρη, και άφησα να περάσουν από μέσα μου. Μία φωτιά χωρίς φλόγα με κυρίεψε. Μία θερμότητα που κατέκαψε τον μικρό μου εαυτό, χωρίς να αφήσει τίποτα όρθιο στο πέρασμα της.
Πέρασε και έφυγε, αλλά εγώ ήμουν ακόμη εκεί, όρθιος, ακέραιος, τρέμοντας από την εμπειρία.
    Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω. Δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να γίνει μ' αυτόν τον τρόπο. Η απάντηση ήταν πάντα εκεί και ήταν πολύ απλή:

    - Πρέπει να ακολουθήσεις το μονοπάτι που έχει καρδιά μέσα του. Μόνο αυτό, τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους. 
    - Αυτό που θα δώσεις, θα πάρεις. Πρέπει να δεχτείς για να σε δεχτούν.

    Και το δέχτηκα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Για μένα ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ενεργήσω.

    Άλλαξα οπτική γωνία.
    Ήρθα αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Ο φόβος ήταν πάντα εκεί. Αυτός ο φόβος του θανάτου, ο φόβος πως θα χάσω την ατομικότητα μου, πως θα παρασυρθώ κάπου όπου δεν θα γνωρίζω τίποτα, πως δεν θα υπάρχω καν.
    Ήταν αυτός ο φόβος, που υποσυνείδητα με έσπρωξε να φύγω από το χωριό μου. Αυτός, που πάντα παρών μέσα μου, αν και σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο, πολύ πέρα από το συνειδητό, με έσπρωχνε πάντα μπροστά. Μπροστά, προσπαθώντας πάντα να βρει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που ανέκαθεν με βασάνιζαν, σε όλα τα ερωτήματα που πιεστικά ζητούσαν την ολοκλήρωση τους χωρίς να καταφέρουν να βρουν τίποτε.
    Έως τώρα. Γιατί τώρα τα πράγματα ήταν αλλιώς.  
    Τώρα υπήρχε μία απάντηση. Αυτό που ζητούσα σε όλη την ζωή μου, ήταν μπροστά μου. Από εμένα δεν απαιτούσε τίποτα. Τίποτα που να έχει πραγματική σημασία, που να μετράει.
    Ήταν εκεί.
    Και εγώ επίσης.
    Και τώρα, που ο κύκλος έκλεισε, ήμουν αποφασισμένος. Θα έπαιρνα αυτό που ήθελα, αυτό που πάλευα ολόκληρη την ζωή μου. Αλλιώς η ύπαρξη μου δεν είχε πλέον νόημα. Θα έπρεπε να φύγω, εδώ και τώρα.
    Ούτε αυτό όμως μπορούσα να το κάνω. Με τίποτα. Ποτέ δεν θα δείλιαζα και θα οπισθοχωρούσα τώρα, που έφτασα επιτέλους στο τέρμα. Ποτέ. Ποτέ.
    Ολόκληρη η ζωή μου παρέλασε μπροστά μου. Και κατάλαβα επιτέλους, βαθιά μέσα μου, πως δεν ήμουν εγώ που λειτουργούσα έτσι. Απλά, κάποια στιγμή, ίσως χωρίς να το καταλάβω, στο παρελθόν, παρέδωσα την εξουσία.
    Παρέδωσα την δύναμη μου, την δυνατότητα να κάνω επιλογές και να αποφασίζω. Και κάτι χειρότερο επίσης, να αναλαμβάνω την ευθύνη των
πράξεων μου.
    Και την παρέδωσα στον χειρότερο εχθρό μου, που ήταν ο φόβος. Ήταν αυτός που τώρα, μπροστά μου, έτρεμε στην ιδέα αυτή. Όχι εγώ. Ένοιωσα πως αυτή ήταν η σωστή απόφαση και ήταν πλέον στο χέρι μου να αποφασίσω. Όχι για τον φόβο μου, αλλά για εμένα, και μόνο εμένα.
    Έκανα αυτό που έπρεπε γιατί δεν γινόταν αλλιώς και το έκανα εγώ και με πλήρη επίγνωση της πράξης μου.

    Άλλαξα οπτική γωνία.
    Ο φόβος έσβησε, εξαφανίστηκε με μιας, έφυγε μακριά μου, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
    Ο κύκλος έκλεισε. Το κάθε αντικείμενο μπήκε στην θέση του.
    Η λογική υποχώρησε κλαψουρίζοντας και μπήκε υπάκουα στο κλουβί της.
    Οι δυνάμεις που μου ανήκαν, ξαναγύρισαν πίσω. Ένοιωσα να υψώνομαι πέρα και πάνω από το χωριό. Βρέθηκα ψηλά, πολύ ψηλά, κοιτάζοντας από μία μοναδική θέση τον πλανήτη από τον οποίο καταγόμουν. Και αισθάνθηκα με απέραντη χαρά να παίρνω επιτέλους την θέση μου ανάμεσα στα άστρα, εκεί όπου ανέκαθεν ανήκα.
    Κοίταξα τον πλανήτη. Έπειτα κοίταξα τον ήλιο, την σελήνη, τους υπόλοιπους πλανήτες του ηλιακού μου συστήματος, το υπόλοιπο σύμπαν που περιέβαλε τον πλανήτη μου από παντού,
    Στα μάτια μου φαινόταν όλα ξεχωριστά, λάμποντας το καθένα μέσα στην μοναδικότητα του.
    Έκλεισα τα μάτια μου.
    Στα μάτια της ψυχής μου φάνηκαν μοναδικά για μια στιγμή, πριν να ενωθούν σε ένα σύνολο, έναν μοναδικό οργανισμό, όπου το καθένα ήταν αυτό που ήταν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου που περιελάμβανε τα πάντα.

    Χαμογέλασα.
    Επιτέλους.

    Άλλαξα οπτική γωνία.
    Άλλαξα την λογική με την οποία αντιμετώπιζα τις άλλες μορφές ζωής.
    Τις δέχτηκα στο σύμπαν του ανθρώπου, σαν αντιπρόσωπος αυτού του είδους, και την ίδια στιγμή - αυτό κι αν ήταν μαγεία - με δέχτηκαν κι αυτές στο δικό τους.

    Σαν ένα μαγικό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, σε όλα τα επίπεδα, αυτή μου η απόφαση υπήρξε ο καταλύτης για την αλλαγή που πραγματοποιήθηκε παντού.

    Οι φλόγες έσβησαν για να αντικατασταθούν από την ηρεμία μετά την καταιγίδα.

    Η μετάβαση αντίθετα υπήρξε απότομη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου